Γ. Χαραλαμπίδης: Στην Ελλάδα είναι σαν να ζούμε στο παρελθόν, αλλά με τα κινητά και τους υπολογιστές στα χέρια
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου είναι ένας από τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους στα θέματα ψηφιακής διακυβέρνησης παγκοσμίως – Τι προτείνει για την Ελλάδα.
To καλοκαίρι του 2018, πριν από περίπου έναν χρόνο, ο διεθνής οίκος Apoliticalδημοσίευσε τη λίστα των 100 πιο σημαντικών ανθρώπων στην ψηφιακή διακυβέρνηση, με βάση την επιρροή που έχουν στον καθορισμό των εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ανάμεσά τους και ένας Έλληνας, ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής, με έδρα τη Σάμο.
Η λίστα της Apolitical στοχεύει να δείξει τη διεθνή εξάπλωση του πεδίου της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής διακυβέρνησης, και περιλαμβάνει άτομα από όλες τις ηπείρους που εργάζονται για το μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Η λίστα δημιουργήθηκε μέσω της πρότασης υποψηφίων από εμπειρογνώμονες και υψηλά στελέχη κρατών, επιχειρήσεων και διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του ΟΟΣΑ, του Open Government Partnership, του Ινστιτούτου Alan Turing, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων.
Για να καταλάβουμε τη σημασία της διάκρισης αυτής, αρκεί να αναφέρουμε ότι στον κατάλογο αυτό συμπεριλαμβάνονται προσωπικότητες όπως ο εμπνευστής του διαδικτύου Tim Berners Lee, ο Αυστραλός πρωθυπουργός Malcolm Turnbull, η πρωτοπόρος επιχειρηματίας Martha Lane Fox, και υψηλά στελέχη κυβερνήσεων από χώρες όπως η Εσθονία, η Δανία, η Σουηδία, η Ινδία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς.
Και μπορεί ο Γιάννης Χαραλαμπίδης με όσα διδάσκει να επηρεάζει τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά στην Ελλάδα η υλοποίησή τους συναντά… αγκυλώσεις. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε η «διαΝΕΟσις» το 2018, η Ελλάδα παραμένει αρκετά πίσω σε θέματα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, αλλά και γενικότερα σε θέματα ψηφιακής ανάπτυξης, σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε.
Συγκεκριμένα, στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) το 2017 η χώρα μας καταλαμβάνει την 26η θέση συνολικά και την 24η θέση αναφορικά με τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες.
Αντίστοιχα, η Ελλάδα υστερεί στα τρία τέταρτα των δεικτών του Digital Scoreboard, όπως έχει οριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017).
Σύμφωνα με την Accenture και την Oxford Economics, η Ελλάδα επίσης υστερεί σημαντικά στο Δείκτη Ψηφιακών Οικονομικών Ευκαιριών (DEOI), όπου με βαθμολογία 17,8 καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ 21 ευρωπαϊκών κρατών στην καμπύλη της ψηφιακής ωριμότητας για το 2016.
Mε αφορμή τη συμμετοχή του καθηγητή ως ομιλητή στο 18ο Συνέδριο Οικονομικών Διευθυντών που διοργανώνει η KPMG στις 13 Ιουνίου, μιλήσαμε μαζί του για όλα τα παραπάνω και για τα αυτονόητα…που πρέπει να κάνει η χώρα για να σημειώσει πρόοδο στο κρίσιμο θέμα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Πώς ακριβώς προσδιορίζετε τον όρο «ηλεκτρονική» διακυβέρνηση;
Ηλεκτρονική ή Ψηφιακή Διακυβέρνηση ονομάζουμε το κοινωνικό φαινόμενο κατά το οποίο η παροχή υπηρεσιών προς πολίτες και επιχειρήσεις, η συνεργασία κράτους – πολιτών, η λήψη αποφάσεων και η ανάπτυξη πολιτικής, αλλά και η συνολική λειτουργία του Δημόσιου Τομέα, υποστηρίζονται σημαντικά από τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση αναγνωρίζουμε τρεις κύριες γενιές: την αναμόρφωση διαδικασιών και αυτοματοποίηση των υπηρεσιών, την ανοικτή και συνεργατική διακυβέρνηση και την τρίτη γενιά, όπου οι υπολογιστές συμβάλλουν στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων.
Γιατί θεωρείτε ότι στην Ελλάδα η ψηφιακή διακυβέρνηση μένει κυρίως στα χαρτιά και δεν περνάει στην πράξη;
Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους είμαστε από τις τελευταίες χώρες στην ΕΕ σε ζητήματα ψηφιακής διακυβέρνησης είναι οι εξής:
– Η άναρχη, χωρίς κοινό σχεδιασμό και κυρίως χωρίς κοινά πρότυπα διαλειτουργικότητας, ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων στο δημόσιο τομέα τα τελευταία 30 χρόνια. Με πολιτικές στρεβλής αποκεντρωμένης ανάπτυξης (ώστε να έχουν οι υπουργοί, οι δήμαρχοι, η διευθυντές κονδύλια προς ξόδεμα), αλλά χωρίς κοινούς κανόνες, η ψηφιοποίηση μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Αναπτύσσονται έτσι ξένα μεταξύ τους συστήματα ανάμεσα στα οποία ο πολίτης ή η επιχείρηση γίνεται «λάστιχο». Δείτε το παράδειγμα της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων και το χάος που έχει δημιουργηθεί, ενώ όλα τα ταμεία είχαν και έχουν «μηχανοργάνωση».
– Η απουσία κουλτούρας διοίκησης και βελτίωσης διαδικασιών στη διακυβέρνηση, που μας έχει καταδικάσει σε μία γραφειοκρατική, ανελαστική, μη συνεργατική, μη αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων οργανισμών. Όσο και να προσπαθούμε να βάζουμε υπολογιστές στις διαδικασίες χωρίς να τις αλλάζουμε δραστικά, χωρίς να παίρνουμε το παρελθόν σαν δεδομένο, δεν καταφέρνουμε τίποτε. Βλέπετε το παράδειγμα των εκλογών, που γίνονται πρακτικά με τον ίδιο τρόπο τα τελευταία 40 χρόνια, χωρίς κανείς να σκέφτεται πως θα βελτιώσει το σύστημα, πως θα τυπώσει λιγότερο χαρτί, πως θα γλιτώσει κόστος για το κράτος ή για τον πολίτη. Μη μιλήσουμε για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, το πως δουλεύουν οι δήμοι, οι πολεοδομίες, τα δικαστήρια, αλλά και η δραματική πλειοψηφία των δημόσιων οργανισμών. Είναι σαν να ζούμε στο παρελθόν, αλλά με τα κινητά και τους υπολογιστές στα χέρια.
– H απουσία συστηματικής, συνεχούς προσπάθειας για βελτίωση και τις συνεχείς αλλαγές στρατηγικής, ανάλογα με το πιο κόμμα «έχει» την κεντρική διοίκηση ή ποιος υπουργός «έχει» το υπουργείο. Χρειάζεται όραμα και συστηματική προσπάθεια για δεκαετίες, με πνεύμα καινοτομίας και πίστη στην όποια επιστήμη, με ηγεσία και αξιολόγηση σε κάθε βήμα. Βλέπετε τίποτε πια δεν είναι εύκολο στις πολύπλοκες κοινωνίες που ζούμε,
ακόμη και αν υπάρχει η βούληση από τους πολιτικούς να κάνουν το κράτος μας καλύτερο και όχι απλά να επανεκλεγούν – κάτι για το οποίο επίσης επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω.
ακόμη και αν υπάρχει η βούληση από τους πολιτικούς να κάνουν το κράτος μας καλύτερο και όχι απλά να επανεκλεγούν – κάτι για το οποίο επίσης επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω.
– Η εσωστρέφεια του δημόσιου τομέα και την έλλειψη της απαραίτητης γνώσης σε θέσεις – κλειδιά, από τον Υπουργό μέχρι τον Διευθυντή. Ενώ είμαστε στους τελευταίους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σπάνια θα δείτε Έλληνες εκπρόσωπους του δημόσιου τομέα σε διεθνείς επιτροπές, σε συνέδρια της ψηφιακής διακυβέρνησης, σε διεθνή ερευνητικά έργα. Πως περιμένουν να βελτιωθούν οι γνώσεις και oι δυνατότητές τους ; Προσλαμβάνοντας συμβούλους που αδυνατούν όχι μόνο να τους επιλέξουν σωστά αλλά και να τους καταλάβουν ;
Εδώ στην Ελλάδα, οι πολιτικοί μας θέλουν συχνά να μας πείσουν ότι είμαστε «γρήγοροι σαν λαγοί», συγκρίνοντας το σήμερα με το 1960, όταν καυχιόμαστε για τη λειτουργία του TAXIS στη συλλογή των φόρων, ή για την γρήγορη (αλλά με αδιαφανή κριτήρια απόφασης) παροχή κοινωνικών επιδομάτων. Αλλά η αλήθεια είναι άλλη: Μπροστά στην Ιρλανδία και το Βέλγιο, ή ακόμη τη Μάλτα και την Κύπρο, και την πρόοδο που έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια σε ζητήματα ψηφιακής διακυβέρνησης, είμαστε «αργοί σαν χελώνες». Ενώ εδώ εμείς πανηγυρίζουμε για τα προφανή και εξαγγέλλουμε τα αδύνατα, χωρίς πραγματική γνώση, τα άλλα κράτη κάνουν συστηματικά βήματα, σε βάθος δεκαετίας κάθε φορά.
Tί μπορεί να κερδίσει άμεσα η χώρα από την εφαρμογή των πρακτικών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης;
Το άμεσο κέρδος από τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό κρατών και οργανισμών του Δημόσιου Τομέα είναι η μείωση του χρόνου και η αύξηση της ποιότητας εξυπηρέτησης του πολίτη και των επιχειρήσεων, η δραματική μείωση του κόστους για το δημόσιο τομέα που έτσι μπορεί να βρει πόρους για νέες υπηρεσίες, αλλά και η αύξηση της διαφάνειας, η αξιοποίηση δεδομένων στη λήψη σωστότερων αποφάσεων, και η συνεργατική λειτουργία.
Το σημαντικότερο όμως, για μία χώρα όπου μέσω της Ψηφιακής Διακυβέρνησης ο δημόσιος τομέας λειτουργεί σωστά, είναι ότι απελευθερώνονται οι δυνάμεις των ιδιωτών, των νέων, της κοινωνίας ολόκληρης, ωθώντας την έτσι προς νέα επίπεδα παραγωγικότητας, ελκυστικότητας επενδύσεων αλλά και ποιότητας ζωής. Η χώρες που καταφέρνουν ή θα καταφέρουν να βάλουν τους υπολογιστές στην υπηρεσία της κρατικής μηχανής με σωστό τρόπο θα είναι οι ελκυστικές κοινωνίες του αύριο.
Το κόστος της γραφειοκρατίας για δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και πολίτες, υπολογίζεται από 8 έως 24 δισ.ευρώ ετήσια. Το κόστος της διαφθοράς, υπολογίζεται από 10 έως 30 δισ ευρώ ετήσια. Από την άλλη πλευρά, το κόστος των λάθος αποφάσεων, που λαμβάνονται καθημερινά χωρίς στοιχεία, το κόστος της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος τους, αλλά και το κόστος του να είσαι ο τελευταίος στην Ευρώπη, είναι ανυπολόγιστα.
Υπάρχουν κάποια καλά παραδείγματα που ήδη τρέχουν με επιτυχία στη χώρα;
Κοιτάξτε, κάποια απολύτως απαραίτητα και σχετικά απλά μέτρα λαμβάνονται, συνήθως «κάλιο αργά παρά ποτέ». Το TAXIS, το ΓΕΜΗ, η Διαύγεια, το Εθνικό Δημοτολόγιο, το Εθνικό Σύστημα Προμηθειών, το Κτηματολόγιο, η ΕΡΓΑΝΗ, τα συστήματα του ΕΦΚΑ και του ΕΟΠΠΥ είναι μερικά από τα συστήματα που αποτελούν βήματα στη σωστή κατεύθυνση, με τι όποιες αδυναμίες τους. Τα περισσότερα άλλωστε αποτελούν ουσιαστικές υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στο Eurogroup.
Αλλά εκτός του υπουργείου οικονομικών και ανάλογων αρχών, και κάποιων νησίδων στον υπόλοιπο κυβερνητικό ιστό, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, πότε να το κάνει, πώς να συμβάλει, τι να μετρήσει, πώς να αλλάξει. Και φυσικά έτσι, δουλεύοντας σε νησίδες, δεν μπορεί να λυθεί κανένα ουσιαστικό πρόβλημα, που να δώσει πραγματικές υπηρεσίες ποιότητας στους πολίτες, να εξαφανίσει το χαρτί από το δημόσιο, να κάνουμε όλες τις δουλειές μας με το κράτος από τον υπολογιστή ή το κινητό μας, απλά και εύκολα. Και κάθε μέρα, μένουμε όλο και πιο πίσω, στην Ευρωπαϊκή μας γειτονιά.
Στην Ελλάδα έχει ζητήσει κανείς τη βοήθειά σας;
Ναι, έχουν υπάρξει περιπτώσεις. Αν και τις περισσότερες φορές η προσέγγιση γίνεται από την πλευρά μας, καθώς πάντα αναζητούμε συνεργασίες, κυρίως στα πλαίσια διεθνών ανταγωνιστικών έργων. Αλλά και στις περιπτώσεις συνεργασίας, η συστηματικότητα στην υιοθέτηση των όποιων καλών πρακτικών και λύσεων απουσιάζει. Τις περισσότερες φορές, οι αρμόδιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ή διευθυντές των οργανισμών έχουν αντικειμενικές δυσκολίες να κατανοήσουν το πρόβλημα – πόσο μάλλον να εφαρμόσουν με συνέπεια τις όποιες λύσεις. Όποτε είχαμε κάποιο αποτέλεσμα που έμεινε στο χρόνο, τη διαφορά έκανε περισσότερο η ικανότητα του δέκτη να κατανοήσει το πρόβλημα και να εφαρμόσει τις προτάσεις σε βάθος χρόνου. Το συναίσθημα που σου μένει είναι κάπως σαν να ρίχνεις νερό στη θάλασσα: ότι και να κάνεις, η στάθμη δεν ανεβαίνει …
Mε βάση την εμπειρία σας, ποια είναι τα παραδείγματα χωρών που μπορούν να μας δείξουν τον σωστό δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή;
Με βάση την τελευταία μέτρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση στα κράτη – μέλη, η Ελλάδα είναι στην 27η θέση στους 28 της Ένωσης, έχοντας χάσει αρκετές θέσεις τα τελευταία 10-15 χρόνια, βαδίζοντας ενώ οι άλλοι τρέχουν, μιλώντας ενώ οι άλλοι πράττουν, ξεχνώντας ενώ οι άλλοι μαθαίνουν.
Στις πρώτες θέσεις τα τελευταία χρόνια εναλλάσσονται χώρες σαν τη Δανία, τη Σουηδία, την Ολλανδία, την Εσθονία, την Φινλανδία. Χώρες που είδαν τους καρπούς υπερ-δεκαετούς προσπάθειας, με όραμα, σχεδιασμό και υλοποίηση χωρίς αναστολές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, εμφανίζονται επίσης τα καλά παραδείγματα της Νότιας Κορέας, της Σιγκαπούρης, της Αυστραλίας.
Τα παραδείγματα δε λείπουν, αλλά με την εσωστρέφεια, την έλλειψη βούλησης και την αδυναμία επεξεργασίας που μας διακρίνει, συνεχίζουμε για χρόνια την ίδια πολιτική της «πλην των αναγκαστικών μέτρων, στασιμότητας».
O ψηφιακός μετασχηματισμός έχει υπολογιστεί βάσει ερευνών του ΣΕΒ ότι μπορεί να αυξήσει άμεσα το ΑΕΠ και να δημιουργήσει πάνω από 50.000 νέες, μόνιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Ωστόσο προχωράει με αργά βήματα, καθώς η εκτέλεση έργων στον δημόσιο τομέα πραγματοποιείται με καθυστέρηση. Πώς μπορούμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία, αξιοποιώντας τον ιδιωτικό τομέα περισσότερο;
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα πρέπει να υλοποιηθεί σαφώς με τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα. Ακόμη και αν υπάρξει βούληση πραγματικής αλλαγής, ο δημόσιος τομέας δεν θα μπορέσει να λύσει μόνος του τα προβλήματά του. Άλλωστε αυτή είναι η κυρίαρχη πρακτική, διεθνώς.
Αλλά χωρίς την αντιμετώπιση των κύριων αδυναμιών, δηλαδή της αναμόρφωσης των διαδικασιών, του καθορισμού των σωστών στόχων και της πιστής υλοποίησης σε βάθος χρόνου, τα όποια κονδύλια θα πάνε και πάλι χαμένα. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έδειξε ότι αν ένα έργο είναι σχεδιασμένο λάθος, τότε ο ιδιωτικός τομέας λάθος θα το υλοποιήσει, χωρίς να φέρει αντίρρηση.
Αλλά χωρίς την αντιμετώπιση των κύριων αδυναμιών, δηλαδή της αναμόρφωσης των διαδικασιών, του καθορισμού των σωστών στόχων και της πιστής υλοποίησης σε βάθος χρόνου, τα όποια κονδύλια θα πάνε και πάλι χαμένα. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έδειξε ότι αν ένα έργο είναι σχεδιασμένο λάθος, τότε ο ιδιωτικός τομέας λάθος θα το υλοποιήσει, χωρίς να φέρει αντίρρηση.
Όσον αφορά τώρα στην ταχύτητα υλοποίησης, όταν έχουμε λύσει τα παραπάνω, τα πράγματα θα είναι ευκολότερα αν υιοθετήσουμε και τις νέες μεθόδους συνεργασίας: από τις συμπράξεις συνεκμετάλλευσης έργων, την προμήθεια τελικών υπηρεσιών και όχι συστημάτων, την πρόταση και το σχεδιασμό έργων με την πρωτοβουλία και επένδυση του ιδιωτικού τομέα, μέχρι τη στοχοθεσία και ανταμοιβή των υπαλλήλων από την πλευρά του δημόσιου τομέα.
Tί θα ακούσουμε από εσάς στο επερχόμενο συνέδριο της KPMG;
Στο συνέδριο θα παρουσιάσω συνοπτικά μεθόδους και εργαλεία ψηφιακού μετασχηματισμού που ακολουθούν τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο, τί μπορούμε να μάθουμε αλλά και να εφαρμόσουμε από αυτά στον ιδιωτικό τομέα.
Μην ξεχνάμε ότι τα κράτη παραμένουν οι μεγαλύτεροι οργανισμοί παροχής υπηρεσιών, που επιπλέον συνεργάζονται στενά σε ζητήματα ψηφιακού μετασχηματισμού, και δημοσιεύουν ανοικτά τις μεθόδους και τα εργαλεία τους.
Στην παρέμβασή μου θα αναφερθώ επίσης στις λεγόμενες «τεχνολογίες που αναστατώνουν» με την εισαγωγή τους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το blockchain, το διαδίκτυο των πραγμάτων, τα μεγάλα δεδομένα ή ανάλυση συναισθήματος ή η κοινωνική προσομοίωση.